ΡΗΞΗ ΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΠΕΤΑΛΟΥ
Διαταραχές στροφικού πετάλου (Rotator Cuff)
Το τενόντιο πέταλο (όπως αλλιώς λέγεται) είναι το πέταλο των στροφέων μυών του ώμου, το οποίο είναι μια απονεύρωση από κοινούς καταφυτικούς τένοντες σε στενή συνάφεια με τον αρθρικό θύλακο, που καταφύεται στο μείζων βραχιόνιο όγκωμα.
Το πέταλο σχηματίζεται από τους: πρόσθιος υποπλάτιος μυς, άνω υπερακάνθιος, υπακάνθιος, ελάσσων και μείζων στρογγύλος. Αυτοί είναι οι στροφείς του πετάλου οι οποίοι έχουν μεγάλη σημασία διότι σταθεροποιούν την κεφαλή του βραχιονίου στην ωμογλύνη.
Τοξοειδώς πάνω από το στροφικό πέταλο υπάρχει ανατομικά ένας οστεοϊνώδης θόλος ή ‘κορακοακρωμιακή αψίδα’ που αποτελείται οπισθίως από το ακρώμιο και προσθίως από την κορακοειδή απόφυση, και του κορακοακρωμιακού συνδέσμου που τα συνδέει.
Μεταξύ του πετάλου και της κορακοακρωμιακής αψίδας υπάρχει ο υπακρωμιακός θύλακος που επιτρέπει να ολισθαίνει ο ώμος.
Επώδυνες βλάβες: εκφυλιστικού ή μη τύπου των δομών αυτών, επιφέρουν ανώμαλη και αδέξια κινητικότητα του ώμου.
Τα κυρίως κλινικά σύνδρομα είναι:
- Οξεία τενοντίτιδα (ασβεστοποιός ή μη)
- Χρόνια τενοντίτιδα (σύνδρομο υποακρωμικής προστριβής)
- Ρήξεις του τενόντιου πετάλου
- Συμφητική θυλακίτιδα
Παθήσεις των τενόντων του δικεφάλου.
- Οξεία ασβεστοποιός τενοντίτιδα:
Πρόκειται για φλεγμονή του τένοντα του υπερακάνθιου όπου μπορεί απότομα να εμφανιστούν εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου.
Οι επασβεστώσεις μπορεί να απορροφηθούν από τον οργανισμό μετά από μερικές εβδομάδες ή να παραμείνουν για αρκετά χρόνια.
Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως ενήλικας 30-60 ετών και παραπονείται μετά από υπερβολική χρήση στην άρθρωση του ώμου.
Το άλγος είναι κυρίως νυκτερινό και ξυπνά τον ασθενή από τον ύπνο. Σταδιακά ο πόνος ελαττώνεται και επανέρχεται στο φυσιολογικό.
Ακτινολογικά: η βλάβη ανευρίσκεται κυρίως δίπλα στο βραχιόνιο όγκωμα με μικρή εναπόθεση ασβεστίου.
Θεραπεία: εάν τα συμπτώματα δεν είναι πολύ έντονα, το άκρο αναπαύεται σε μια τρίγωνη ανάρτηση και χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν και σταδιακά επιδεινωθούν, γίνεται έγχυση κορτικοστεροειδών και ξυλοκαϊνης (τοπικό αναισθητικό), μία έγχυση κάθε εβδομάδα και συνολικά μέχρι τρεις ενέσεις.
Σε σοβαρή επιδείνωση των συμπτωμάτων γίνεται χειρουργική εξαίρεση της επασβέστωσης είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.
- Χρόνια τενοντίτιδα του υπερακανθίου (σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής):
Η υπερβολική χρήση και οι μικρορήξεις στο τενόντιο πέταλο καθώς και η προστριβή που δέχεται από την κορακοακρωμιακή αψίδα κατά την απαγωγή μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στη διαδικασία αυτή και στη δημιουργία της χρόνιας τενοντίτιδα.
Επίσης αιτία προστριβής μπορεί να είναι ο σχηματισμός οστεοφύτων στην επιφάνεια της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.
Κλινική εξέταση: άλγος στον ώμο κάτω από τον δελτοειδή μυ. Τοπικά ψηλαφητή ευαισθησία κατά την απαγωγή από τις 60ο-120ο : ‘σύνδρομο επώδυνου τόξου’.
Απεικονιστικά:
- Ακτινολογικά μπορεί να φανεί επασβέστωση
- ECHO: μπορεί να φανεί εκφύλιση του υπερακάνθιου τενόντος
- MRI: εκφύλιση του rotator cuff
Εάν δε διορθωθεί μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια της γλυνοβραχιονίου άρθρωσης.
Θεραπεία: φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπεία και επί εμμονής των συμπτωμάτων οδηγούμαστε στο χειρουργείο.
Χειρουργείο: Ακρωμιοπλαστική, εκτομή των κορακοακρωμιακών συνδέσμων, εκτομή των οστεοφύτων και επισκευή του στροφικού πετάλου. Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει ανοικτά ή κλειστά (αρθροσκοπικά).
- Ρήξεις τενόντιου πετάλου των στροφέων:
Μερική ρήξη: είναι αποτέλεσμα συνήθως επί εδάφους τενοντίτιδος rotator cuff.
Η μικρορήξη μπορεί να είναι αιτία της τενοντίτιδας και έτσι έχουμε έναν φαύλο κύκλο: τενοντίτιδος, υπακρωμιακής προστριβής και μικρορήξεων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες ρήξεις έως και σε πλήρη ρήξη.
Η μερική ρήξη και οι μικρορήξεις μπορεί να επιδιορθωθούν από μόνες τους λόγω του ότι οι άθικτες ίνες του τένοντα λειτουργούν ως υπόστρωμα για την επιδιόρθωση τους.
Η πλήρης ρήξη δεν διορθώνεται από μόνη της και θα πρέπει να επέμβουμε χειρουργικά.
Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως 45-75 ετών. Κατά την έγερση βάρους και υπό αντίσταση αισθάνεται άμεσα πόνο και δεν μπορεί να εκτελέσει πλάγια έγερση του άνω άκρου (απαγωγή).
Εάν η ρήξη είναι μερική μπορεί σταδιακά να αναρρώσει αλλά θα πονά για αρκετό χρονικό διάστημα.
Εάν η ρήξη είναι πλήρης ο πόνος σύντομα υποχωρεί αλλά παραμένει η αδυναμία απαγωγής.
Για τον διαχωρισμό της ολικής από την μερική ρήξη γίνεται έγχυση τοπικού αναισθητικού, εάν η ενεργητική απαγωγή είναι εφικτή τότε είναι μερική ρήξη.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με MRI, υπέρηχο και μερικές φορές αρθροσκοπικά, κατά την οποία γίνεται συρραφή –επιδιόρθωση.
Θεραπεία:
Οξεία φάση: συντηρητική: κινησιοθεραπεία, φυσικοθεραπεία και 1-2 εγχύσεις τοπικού αναισθητικού στην ευαίσθητη περιοχή.
Μετά από 3-6 εβδομάδες εάν η ρήξη δεν αποκατασταθεί και δεν υφεθούν τα συμπτώματα (οι πλήρεις ρήξεις σε νέα δραστήρια άτομα) αυτή θα πρέπει να επιδιορθωθεί άμεσα λόγω της δυσκαμψίας που μπορεί να επιφέρει αργότερα.
Η αποκατάσταση γίνεται είτε αρθροσκοπικά είτε με ανοικτό χειρουργείο.
Οι μερικές ρήξεις η θεραπεία είναι ανάλογα με την πορεία τους και την ανταπόκριση τους στην συντηρητική αγωγή.
Ο ασθενής θα πρέπει να κινεί τον ώμο του για να μην έχουμε δυσκαμψία επί εδάφους υπακρωμιακής προστριβής, θα πρέπει να γίνεται ακρωμιοπλαστική κυρίως αρθροσκοπικά και στον ίδιο χρόνο αποκατάσταση και επιδιόρθωση της μικρορήξης με συρραφή του μυοτενόντιου πετάλου.
- Συμφητική θυλακίτιδα (παγωμένος ώμος):
Ο όρος παγωμένος ώμος αποδίδεται σε μία καλά καθορισμένη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό πόνο και δυσκαμψία για 1-2 έτη αλλά αποκαθίσταται πολλές φορές αυτόματα. Η αιτία δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη.
Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι 40-60 ετών με ιστορικό ασήμαντου τραύματος του οποίου ακολουθεί άλγος και δυσκαμψία της άρθρωσης.
Ο πόνος αργότερα υποχωρεί αλλά η δυσκαμψία επιμένει για 6-12 μήνες. Σταδιακά η κινητικότητα επανακτάται αλλά μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ στο φυσιολογικό. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.
Θεραπεία:
Συντηρητική θεραπεία: μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, φυσικοθεραπεία και οι εγχύσεις με κορτιζόνη και τοπικό αναισθητικό μπορεί να βοηθήσουν.
Κινητοποίηση του ώμου υπό γενική αναισθησία και στην συνέχεια εντατικό πρόγραμμα κινησιοθεραπείας μπορεί να βοηθήσει.
Χειρουργική θεραπεία: σε προχωρημένες περιπτώσεις σοβαρής δυσκαμψίας ο αρθροσκοπικός διαχωρισμός του ‘στροφικού διαστήματος’ μεταξύ υπερακανθίου και υποπλάτιου μπορεί να βοηθήσει εντυπωσιακά το εύρος κίνησης του ασθενούς.
5α.Τενοντίτιδα του δικεφάλου:
Ο τένοντας της μακράς κεφαλής του δικεφάλου βρίσκεται σε στενή σχέση με το στροφικό πέταλο και μπορεί επίσης να προσβληθεί στο σύνδρομο προστριβής.
Πολλές φορές εμφανίζεται άλγος ως μεμονωμένο πρόβλημα σε νέους ασθενείς μετά από καταπόνηση του ώμου.
Διάγνωση: ο πόνος και η ευαισθησία εντοπίζονται στο σημείο της αύλακας του δικεφάλου. Η διάγνωση γίνεται με κλινική εξέταση, μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.
Θεραπεία: συντηρητική: ανάπαυση, τοπική θερμότητα, φυσικοθεραπεία και shock waves. Εάν η αποκατάσταση καθυστερεί τότε γίνονται τοπικές εγχύσεις κορτικοστεροειδών.
Σε σπάνιες περιπτώσεις παραμελημένων καταστάσεων γίνεται χειρουργική επέμβαση είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.
5β.Ρήξη του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου:
Η εκφύλιση της μακράς κεφαλής του δικεφάλου επί εδάφους τενοντίτιδος επιφέρει συχνά ολική ρήξη του τένοντα.
Ο ασθενής είναι κυρίως 55-70 ετών. Κατά την έγερση βάρους ή υπό αντίσταση αισθάνεται έναν κρότο σπασίματος (κρακ), απότομο άλγος στον ώμο και μετά από 2-3 ημέρες εμφανίζεται εκχύμωση στην πρόσθια επιφάνεια του βραχίονα.
Ο ασθενής νοιώθει μία ‘διόγκωση στο μπράτσο’ του, το οποίο είναι και το παθογνωμονικό σημείο της νόσου (το σημείο του Popeye).
Θεραπεία: συνήθως δε χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία παρά μόνο εάν έχει διαταραχθεί η λειτουργικότητα του άνω άκρου.