fbpx
ΩΜΟΣ

ΩΜΟΣ

ΩΜΟΣ.

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΩΜΙΚΗΣ ΖΩΝΗΣ.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Ξεκινάμε πάντοτε από το ιστορικό. Τα συμπτώματα είναι: πόνος, δυσκαμψία, παραμόρφωση, απώλεια λειτουργικότητας.

Ο πόνος: η περιοχή του ώμου αποτελεί εστία πόνου που αντανακλά από την ίδια την άρθρωση του ώμου ή από τον αυχένα, την καρδιά, το μεσοθωράκιο και το διάφραγμα.

Επώδυνος ώμος:

  • Αντανακλαστικός πόνος (άλγος):

–       Αυχενική σπονδύλωση

–       Παθολογία μεσοθωρακίου

–       Ισχαιμία μυοκαρδίου

  • Διαταραχές της άρθρωσης (εκφυλιστικές αλλοιώσεις):

–       Γλυνοβραχιόνιος αρθρίτιδα

–       Ακρωμιοκλειδική αρθρίτιδα

  • Διαταραχές τενόντιου πετάλου:

–       Τενοντίτιδα

–       Ρήξη

–       Παγωμένος ώμος ( frozen shoulder)

Δυσκαμψία: προοδευτική και έντονη.

Απώλεια λειτουργικότητας: Εκφράζεται με την αδυναμία του χεριού να φτάσει την ωμοπλάτη (πχ κούμπωμα σουτιέν) ή να χτενίσει τα μαλλιά στο κεφάλι.

Επισκόπηση: παρουσία ουλών, ψηλάφηση ογκιδίων ή θερμού δέρματος.

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

  • Προσθιοπίσθια ακτινογραφία
  • Διαμασχαλιαία ακτινογραφία
  • Αληθής πλάγια ακτινογραφία
  • CT ώμου, 3DCT
  • MRI ώμου σε τρία επίπεδα
  • Υπέρηχος ώμου σε τρία επίπεδα

Αρθροσκόπηση: είναι μία επεμβατική μέθοδος η οποία γίνεται για την εξέταση και για τη διάγνωση ενδαρθρικών βλαβών, επιχείλιου χόνδρου, ρήξη τενόντιου πετάλου και για θεραπευτική συρραφή και αποκατάσταση στον ίδιο χρόνο.

Διαταραχές στροφικού πετάλου (Rotator Cuff)

Το  τενόντιο πέταλο: (όπως αλλιώς λέγεται) είναι το πέταλο των στροφέων μυών του ώμου, το οποίο είναι μια απονεύρωση από κοινούς καταφυτικούς τένοντες σε στενή συνάφεια με τον αρθρικό θύλακο, που καταφύεται στο μείζων βραχιόνιο όγκωμα.

Το πέταλο σχηματίζεται από τους: πρόσθιος υποπλάτιος μυς, άνω υπερακάνθιος, υπακάνθιος, ελάσσων και μείζων στρογγύλος. Αυτοί είναι οι στροφείς του πετάλου οι οποίοι έχουν  μεγάλη σημασία διότι σταθεροποιούν την κεφαλή του βραχιονίου στην ωμογλύνη.

Τοξοειδώς πάνω από το στροφικό πέταλο υπάρχει ανατομικά ένας οστεοϊνώδης θόλος ή ‘κορακοακρωμιακή αψίδα’ που αποτελείται οπισθίως από το ακρώμιο και προσθίως από την κορακοειδή απόφυση, και του κορακοακρωμιακού συνδέσμου που τα συνδέει.

Μεταξύ του πετάλου και της κορακοακρωμιακής αψίδας υπάρχει ο υπακρωμιακός θύλακος που επιτρέπει να ολισθαίνει ο ώμος.

Επώδυνες βλάβες: εκφυλιστικού ή μη τύπου των δομών αυτών, επιφέρουν ανώμαλη και αδέξια κινητικότητα του ώμου.

Τα κυρίως κλινικά σύνδρομα είναι:

  1. Οξεία τενοντίτιδα (ασβεστοποιός ή μη)
  2. Χρόνια τενοντίτιδα (σύνδρομο υποακρωμικής προστριβής)
  3. Ρήξεις του τενόντιου πετάλου
  4. Συμφητική θυλακίτιδα
  5. Παθήσεις των τενόντων του δικεφάλου

1.Οξεία ασβεστοποιός τενοντίτιδα:

Πρόκειται για φλεγμονή του τένοντα του υπερακάνθιου όπου μπορεί απότομα να εμφανιστούν εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου. Οι επασβεστώσεις μπορεί να απορροφηθούν από τον οργανισμό μετά από μερικές εβδομάδες ή να παραμείνουν για αρκετά χρόνια.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως ενήλικας 30-60 ετών και παραπονείται μετά από υπερβολική χρήση στην άρθρωση του ώμου.

Το άλγος είναι κυρίως νυκτερινό και ξυπνά τον ασθενή από τον ύπνο. Σταδιακά ο πόνος ελαττώνεται και επανέρχεται στο φυσιολογικό.

Ακτινολογικά: η βλάβη ανευρίσκεται κυρίως δίπλα στο βραχιόνιο όγκωμα με μικρή εναπόθεση ασβεστίου.

Θεραπεία: εάν τα συμπτώματα δεν είναι πολύ έντονα, το άκρο αναπαύεται σε μια τρίγωνη ανάρτηση και χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

Εάν τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν και σταδιακά επιδεινωθούν, γίνεται έγχυση κορτικοστεροειδών και ξυλοκαϊνης (τοπικό αναισθητικό), μία έγχυση κάθε εβδομάδα και συνολικά μέχρι τρεις ενέσεις.

Σε σοβαρή επιδείνωση των συμπτωμάτων γίνεται χειρουργική εξαίρεση της επασβέστωσης είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.

  1. Χρόνια τενοντίτιδα του υπερακανθίου (σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής):

Η υπερβολική χρήση και οι μικρορήξεις στο τενόντιο πέταλο καθώς και η προστριβή που δέχεται από την κορακοακρωμιακή αψίδα κατά την απαγωγή μπορεί να παίζει κάποιο ρόλο στη διαδικασία αυτή και στη δημιουργία της χρόνιας τενοντίτιδα. Επίσης αιτία προστριβής μπορεί να είναι ο σχηματισμός οστεοφύτων στην επιφάνεια της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.

Κλινική εξέταση: άλγος στον ώμο κάτω από τον δελτοειδή μυ. Τοπικά ψηλαφητή ευαισθησία κατά την απαγωγή από τις 60ο-120ο : ‘σύνδρομο επώδυνου τόξου’.

Απεικονιστικά:

  • Ακτινολογικά μπορεί να φανεί επασβέστωση
  • ECHO: μπορεί να φανεί εκφύλιση του υπερακάνθιου τενόντος
  • MRI: εκφύλιση του rotator cuff

Εάν δε διορθωθεί μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια της γλυνοβραχιονίου άρθρωσης.

Θεραπεία: φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπεία και επί εμμονής των συμπτωμάτων οδηγούμαστε στο χειρουργείο.

Χειρουργείο: Ακρωμιοπλαστική, εκτομή των κορακοακρωμιακών συνδέσμων, εκτομή των οστεοφύτων και επισκευή του στροφικού πετάλου. Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει ανοικτά ή κλειστά (αρθροσκοπικά).

  1. Ρήξεις τενόντιου πετάλου των στροφέων:

Μερική ρήξη: είναι αποτέλεσμα συνήθως επί εδάφους τενοντίτιδος rotator cuff.

Η μικρορήξη μπορεί να είναι αιτία της τενοντίτιδας και έτσι έχουμε έναν φαύλο κύκλο: τενοντίτιδος, υπακρωμιακής προστριβής και μικρορήξεων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες ρήξεις έως και σε πλήρη ρήξη.

Η μερική ρήξη και οι μικρορήξεις μπορεί να επιδιορθωθούν από μόνες τους λόγω του ότι οι άθικτες ίνες του τένοντα λειτουργούν ως υπόστρωμα για την επιδιόρθωση τους. Η πλήρης ρήξη δεν διορθώνεται από μόνη της και θα πρέπει να επέμβουμε χειρουργικά.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι συνήθως 45-75 ετών. Κατά την έγερση βάρους και υπό αντίσταση αισθάνεται άμεσα πόνο και δεν μπορεί να εκτελέσει πλάγια έγερση του άνω άκρου (απαγωγή).

Εάν η ρήξη είναι μερική μπορεί σταδιακά να αναρρώσει αλλά θα πονά για αρκετό χρονικό διάστημα.

Εάν η ρήξη είναι πλήρης ο πόνος σύντομα υποχωρεί αλλά παραμένει η αδυναμία απαγωγής.

Για τον διαχωρισμό της ολικής από την μερική ρήξη γίνεται έγχυση τοπικού αναισθητικού, εάν η ενεργητική απαγωγή είναι εφικτή τότε είναι μερική ρήξη. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με MRI, υπέρηχο και μερικές φορές αρθροσκοπικά, κατά την οποία γίνεται συρραφή –επιδιόρθωση.

Θεραπεία:

Οξεία φάση: συντηρητική: κινησιοθεραπεία, φυσικοθεραπεία και 1-2 εγχύσεις τοπικού αναισθητικού στην ευαίσθητη περιοχή. Μετά από 3-6 εβδομάδες εάν η ρήξη δεν αποκατασταθεί και δεν υφεθούν τα συμπτώματα (οι πλήρεις ρήξεις σε νέα δραστήρια άτομα) αυτή θα πρέπει να επιδιορθωθεί άμεσα λόγω της δυσκαμψίας που μπορεί να επιφέρει αργότερα. Η αποκατάσταση γίνεται είτε αρθροσκοπικά είτε με ανοικτό χειρουργείο.

Οι μερικές ρήξεις η θεραπεία είναι ανάλογα με την πορεία τους και την ανταπόκριση τους στην συντηρητική αγωγή.

Ο ασθενής θα πρέπει να κινεί τον ώμο του για να μην έχουμε δυσκαμψία επί εδάφους υπακρωμιακής προστριβής, θα πρέπει να γίνεται ακρωμιοπλαστική κυρίως αρθροσκοπικά και στον ίδιο χρόνο αποκατάσταση και επιδιόρθωση της μικρορήξης με συρραφή του μυοτενόντιου πετάλου.

  1. Συμφητική θυλακίτιδα (παγωμένος ώμος):

Ο όρος παγωμένος ώμος αποδίδεται σε μία καλά καθορισμένη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό πόνο και δυσκαμψία για 1-2 έτη αλλά αποκαθίσταται πολλές φορές αυτόματα. Η αιτία δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής είναι 40-60 ετών με ιστορικό ασήμαντου τραύματος του οποίου ακολουθεί άλγος και δυσκαμψία της άρθρωσης.

Ο πόνος αργότερα υποχωρεί αλλά η δυσκαμψία επιμένει για 6-12 μήνες. Σταδιακά η κινητικότητα επανακτάται αλλά μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ στο φυσιολογικό. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.

Θεραπεία:

Συντηρητική θεραπεία: μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, φυσικοθεραπεία και οι εγχύσεις με κορτιζόνη και τοπικό αναισθητικό μπορεί να βοηθήσουν.

Κινητοποίηση του ώμου υπό γενική αναισθησία και στην συνέχεια εντατικό πρόγραμμα κινησιοθεραπείας μπορεί να βοηθήσει.

Χειρουργική θεραπεία: σε προχωρημένες περιπτώσεις σοβαρής δυσκαμψίας ο αρθροσκοπικός διαχωρισμός του ‘στροφικού διαστήματος’ μεταξύ υπερακανθίου και υποπλάτιου μπορεί να βοηθήσει εντυπωσιακά το εύρος κίνησης του ασθενούς.

5α.Τενοντίτιδα του δικεφάλου:

Ο τένοντας της μακράς κεφαλής του δικεφάλου βρίσκεται σε στενή σχέση με το στροφικό πέταλο και μπορεί επίσης να προσβληθεί στο σύνδρομο προστριβής. Πολλές φορές εμφανίζεται άλγος ως μεμονωμένο πρόβλημα σε νέους ασθενείς μετά από καταπόνηση του ώμου.

Διάγνωση: ο πόνος και η ευαισθησία εντοπίζονται στο σημείο της αύλακας του δικεφάλου. Η διάγνωση γίνεται με κλινική εξέταση, μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.

Θεραπεία: συντηρητική: ανάπαυση, τοπική θερμότητα, φυσικοθεραπεία και shock waves. Εάν η αποκατάσταση καθυστερεί τότε γίνονται τοπικές εγχύσεις κορτικοστεροειδών. Σε σπάνιες περιπτώσεις παραμελημένων καταστάσεων γίνεται χειρουργική επέμβαση είτε ανοικτά είτε αρθροσκοπικά.

5β.Ρήξη του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου:

Η εκφύλιση της μακράς κεφαλής του δικεφάλου επί εδάφους τενοντίτιδος επιφέρει συχνά ολική ρήξη του τένοντα.

Ο ασθενής είναι κυρίως 55-70 ετών. Κατά την έγερση βάρους ή υπό αντίσταση αισθάνεται έναν κρότο σπασίματος (κρακ), απότομο άλγος στον ώμο και μετά από 2-3 ημέρες εμφανίζεται εκχύμωση στην πρόσθια επιφάνεια του βραχίονα.

Ο ασθενής νοιώθει μία ‘διόγκωση στο μπράτσο’ του, το οποίο είναι και το παθογνωμονικό σημείο της νόσου (το σημείο του Popeye).

Θεραπεία: συνήθως δε χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία παρά μόνο εάν έχει διαταραχθεί η λειτουργικότητα του άνω άκρου.

Χρονία αστάθεια του ώμου

Ο ώμος επιτυγχάνει το μεγάλο εύρος κίνησης του λόγω του ότι: έχει ρηχή ωμογλύνη, μικρή κεφαλή του βραχιονίου και η άρθρωση σταθεροποιείται από τον ινοχόνδρινο επιχείλιο χόνδρο και τους παρακείμενους συνδέσμους και μύες.

Εάν οι παραπάνω δομές ανεπαρκούν η άρθρωση καθίσταται ασταθής με προδιάθεση σε υποτροπιάζων εξάρθρημα ή υπεξάρθρημα που μπορεί να είναι πρόσθιο, οπίσθιο ή πολλαπλών κατευθύνσεων.

Πρόσθιο εξάρθρημα: συνήθως ακολουθεί μία οξεία κάκωση κατά την οποία ο βραχίονας φέρεται ισχυρά σε απαγωγή, έξω στροφή και έκταση.

Υποτροπιάζων πρόσθιο εξάρθρημα: ο πρόσθιος θύλακας, η άρθρωση και ο επιχείλιος χόνδρος (labrum) αποκολλούνται από το πρόσθιο χείλος της ωμογλύνης (βλάβη Bankart).

Πρόσθιο υπεξάρθρημα: μπορεί να επακολουθεί ή να εναλλάσσεται με επεισόδια εξαρθρήματος.

Οπίσθιο εξάρθρημα: είναι σπάνιο, κυρίως συμβαίνει μετά από επιληπτική κρίση ή ηλεκτροπληξία. Η υποτροπιάζουσα οπίσθια αστάθεια είναι σχεδόν πάντα ένα υπεξάρθρημα με την κεφαλή του βραχιονίου να εφιππεύει το οπίσθιο χείλος της ωμογλύνης.

Η αστάθεια πολλαπλών κατευθύνσεων, σχετίζεται με συνδεσμική και θυλακική χαλαρότητα και αδυναμία των μυών του ώμου.

Πρόσθια αστάθεια: 95% των περιπτώσεων, μετά από ένα τραυματικό πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου με αποκόλληση του επιχείλιου χόνδρου και του πρόσθιου χείλους του θύλακα από την ωμογλύνη.

Κλινική εικόνα: νέος ασθενής που παραπονείται ότι ‘του βγαίνει το χέρι’ και εξαρθρώνεται χωρίς καμία βία.

Το πρόσθιο εξάρθρημα ώμου: υποτροπιάζει κατά 50% σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 25 ετών.

Υποτροπιάζων υπεξάρθρημα: ο ασθενής σε καθημερινές κινήσεις κατά την ένδυση ή πέταγμα κάποιου αντικειμένου νοιώθει τον ώμο του να ‘μπαίνει και να βγαίνει’.

Η διάγνωση τίθεται με την προσεκτική κλινική εξέταση, το ιστορικό του ασθενούς (ιστορικό εξαρθρήματος), ακτινολογικά, με μαγνητική τομογραφία και υπέρηχο.

H MRI αποκαλύπτει την αποκόλληση του επιχείλιου χόνδρου και του πρόσθιου θύλακου από την ωμογλύνη (βλάβη Bankart) καθώς και την παραμόρφωση της βραχιονίου κεφαλής.

Θεραπεία: εάν το εξάρθρημα υποτροπιάζει ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα (2-5 χρόνια) μπορεί να επιλεγεί η συντηρητική θεραπεία. Σε περίπτωση συχνού εξαρθρήματος (2- 6 μήνες) επιλέγουμε τη χειρουργική θεραπεία.

Τρείς τύποι επεμβάσεων:

  • Επιδιόρθωση και επανακαθήλωση του επιχείλιου χόνδρου Bankart.
  • Βράχυνση και σύσφιξη του προσθίου θύλακα των μυών (Putti-Plat)
  • Ενίσχυση του προσθίου κάτω θύλακου με παρακείμενους μύες (Bristow).

Σήμερα η επιδιόρθωση επανακαθήλωση του επιχείλιου χόνδρου γίνεται αρθροσκοπικά με ειδικά εργαλεία και κάμερα και χρησιμοποιούνται ειδικά υλικά (άγκυρες – καρφίδες).

Οπίσθια αστάθεια: σπανιότερη από την πρόσθια, παραμένει μετά από ένα οξύ οπίσθιο εξάρθρημα με την μορφή οπισθίου υπεξαρθρήματος. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με MRI, CT και ECHO.

Θεραπεία κυρίως συντηρητική με ασκήσεις ενδυνάμωσης μυών. Η χειρουργική αποκατάσταση ενδείκνυται μόνο σε σημαντική αναπηρία.

Αστάθεια πολλαπλών κατευθύνσεων: στην κατάσταση αυτή ο ασθενής παραπονείται για επανειλημμένα εξαρθρήματα με εξαιρετική ευκολία προς όλες τις κατευθύνσεις.  Η θεραπεία εκλογής είναι η χειρουργική αποκατάσταση και ασκήσεις ενδυνάμωσης.

Διαταραχές της γλυκοβραχιονιου άρθρωσης

Φυματίωση:

είναι πλέον σπάνια τις τελευταίες δεκαετίες, από το 1970 και μετά. Εμφανίζεται ως δευτεροπαθή εστία από πρωτοπαθή εστία στον πνεύμονα. Στην αρχή έχει τη μορφή οστεϊτιδας και μετά αρθρίτιδας της γλυνοβραχιονίου άρθρωσης.

Ο ασθενής παραπονείται για πόνο, δυσκαμψία, και ατροφία των μυών της ωμικής ζώνης. Στα αρχικά στάδια η θεραπεία είναι με αντιφυματικά και αναλγητικά φάρμακα, ανάπαυση, παθητικές κινήσεις και κινησιοθεραπεία.

Σε προχωρημένες καταστάσεις με αρθρική καταστροφή η θεραπεία είναι πολύ δύσκολη και χειρουργικώς το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η αρθρόδεση.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα:

Η ακρωμιοκλειδική και η γλυνοβραχιόνια άρθρωση μαζί με τον υπακρωμιακό θύλακο προσβάλλονται από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Η χρόνια υμενίτιδα οδηγεί σε ρήξη του τενόντιου πετάλου και σε προοδευτική διάβρωση των αρθρικών επιφανειών της άρθρωσης.

Κλινική εικόνα: ο ασθενής πάσχει από γενικευμένη ρευματοειδή αρθρίτιδα με οίδημα, και ύδραρθρο. Λόγω της προστριβής της άρθρωσης του ώμου παρουσιάζεται δυσκαμψία, αδυναμία και έντονο άλγος.

Θεραπεία: η πάθηση αντιμετωπίζεται με έγχυση κορτικοστεροειδών στην άρθρωση, υμενεκτομή, επιδιόρθωση του rotator cuff και εκτομή του περιφερικού άκρου της κλείδας για ανακούφιση του πόνου στην ακρωμιοκλειδική άρθρωση.

Σε προχωρημένες περιπτώσεις με αρθρική καταστροφή γίνεται αρθρόδεση και εάν δεν υπάρχει μυϊκή ατροφία γίνεται ολική αρθροπλαστική ώμου.

Οστεοαρθρίτιδα:

Η γλυνοβραχιόνιος οστεοαρθρίτιδα προκαλείται δευτεροπαθώς μετά από τραυματικές κακώσεις, αστάθεια, άσηπτη νέκρωση της βραχιονίου κεφαλής, συγγενή δυσπλασία, παθήσεις του τενόντιου πέταλου κλπ.

Ο ασθενής είναι στην ηλικία των 60-70 ετών, έχει ιστορικό τραυματισμού ή παλαιάς νόσου του ώμου και συνήθως έχει άλγος με περιορισμό των κινήσεων στην άρθρωση του ώμου.

Θεραπεία: αρχικά αναλγητικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ασκήσεις ενδυνάμωσης μυών ωμικής ζώνης και φυσικοθεραπεία. Εάν ο πόνος και η δυσκαμψία επιδεινωθούν και καταστούν αφόρητοι, η αρθροπλαστική του ώμου είναι η μόνη λύση.

Ο ώμος του Milwaukee: πρόκειται για ταχέως εξελισσόμενη καταστροφική αρθρίτιδα του ώμου, χωρίς εμφανή αίτια και χωρίς καλή πρόγνωση.

Διαταραχές της ωμοπλάτης και της κλείδας

Συγγενής ανύψωση της κλείδας (ώμος του Sprengel)

Ο ώμος στην πάσχουσα πλευρά είναι ανυψωμένος, η ωμοπλάτη εμφανίζεται σε ανώμαλα υψηλή θέση, έχει μικρότερο μέγεθος και συνήθως προεξέχει. Συνοδές παραμορφώσεις αποτελούν η συνοστέωση των αυχενικών σπονδύλων, κύφωση και σκολίωση. Η θεραπεία σε ελαφρές περιπτώσεις είναι ασκήσεις και κινησιοθεραπεία και σε σοβαρότερες παραμορφώσεις μπορεί να γίνει χειρουργική καθήλωση της ωμοπλάτης σε χαμηλότερη θέση.

Σύνδρομο Klippel – Feil

Σπάνια συγγενής διαταραχή με αμφοτερόπλευρη αποτυχία της καθόδου των ωμοπλατών άμφω και συνοστέωση αρκετών αυχενικών σπονδύλων. Ο αυχένας είναι βραχύς και παρουσιάζει πτυχές. Υπάρχει δυσκαμψία στον αυχένα και στα άκρα, το σύνδρομο αυτό δεν επιδέχεται θεραπεία.

Οστεοαρθρίτιδα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης

Η οστεοαρθρίτιδα είναι συχνή στις μεγάλες ηλικίες. Σε νεότερους ασθενείς συνήθως οφείλεται σε παλαιότερες κακώσεις ή επανειλημμένη καταπόνηση (π.χ. εργασία με κομπρεσέρ). Ο ασθενής παραπονείται για πόνο στην κορυφή του ώμου, δυσκαμψία, και ευαισθησία. Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία, αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Η θεραπεία είναι είτε συντηρητική με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και φυσικοθεραπεία είτε χειρουργική με εκτομή του περιφερικού άκρου της κλείδας.

Πτερυγοειδής ωμοπλάτη

Στην κατάσταση αυτή η ωμοπλάτη προέχει κάτω από το δέρμα (όπως ένα μικρό πτερύγιο) και οφείλεται σε αδυναμία του πρόσθιου οδοντωτού μυός, ο οποίος καθηλώνει την ωμοπλάτη στο θωρακικό κλωβό.

Η αδυναμία του προσθίου οδοντωτού μπορεί να οφείλεται σε:

  • Μακρό θωρακικό νεύρο, πάρεση, κάκωση.
  • Κάκωση του βραχιονίου πλέγματος
  • Νευρίτιδα βραχιονίου πλέγματος, μυϊκή δυστροφία.

Θεραπεία:

σε σοβαρές περιπτώσεις γίνεται χειρουργική σταθεροποίηση της ωμοπλάτης με τενοντομεταφορά.

Αστάθεια της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης

Πρόκειται για μια συχνή διαταραχή, που οφείλεται σε εξάρθρημα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης και ρήξη των συνδέσμων που σταθεροποιούν το περιφερικό άκρο της κλείδας.

Παρουσιάζεται διόγκωση στο περιφερικό άκρο της κλείδας, αδυναμία, δυσκαμψία και άλγος. Η θεραπεία είναι ανάλογα με την βαρύτητα και σε παραμελημένες περιπτώσεις επιλέγουμε τη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία γίνεται αρθροσκοπική αποκατάσταση με το σύστημα tight rope.